- κένωση
- η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ]1. το άδειασμα2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτησηνεοελλ.το σερβίρισμααρχ.1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κένωση — η η πράξη του κενώνω, άδειασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κενώσῃ — κενώσηι , κένωσις emptying fem dat sg (epic) κενόω empty aor subj mid 2nd sg κενόω empty aor subj act 3rd sg κενόω empty fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… … Dictionary of Greek
καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… … Dictionary of Greek
καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… … Dictionary of Greek
υπερινώ — άω, Α ιατρ. 1. προκαλώ βίαιη κένωση με χορήγηση καθαρτικού 2. (συν. παθ.) ὑπερινῶμαι, άομαι υφίσταμαι βίαιη κένωση μετά από χρήση καθαρτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
υπερκενώ — όω, Α [κενῶ] 1. (σχετικά με τον εντερικό σωλήνα) καθαρίζω εντελώς με κένωση 2. (κυρίως παθ.) ὑπερκενοῡμαι, όομαι απαλλάσσομαι τελείως από τα περιττώματα με κένωση … Dictionary of Greek
υποκενώ — όω, Α [κενῶ] 1. καθαρίζω με κένωση («τὴν κοιλίην ὑποκενώσαντα χειρουργίῃ χρῆσθαι», Ιπποκρ.) 2. εκβάλλω με κένωση («ὑποκενωθείη ἡ κόπρος», Ιπποκρ.) 3.υποσκάπτω … Dictionary of Greek
ευκοίλιος — α, ο 1. για φάρμακα, αυτός που διευκολύνει την κένωση. 2. για ανθρώπους και ζώα, αυτός που δε δυσκολεύεται στην κένωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγκλισμα — και άγλισμα, το 1. άντληση, λήψη νερού, κρασιού κ.λπ. με την αγκλιά 2. κένωση, άδειασμα (νερού από πηγάδι, κρασιού από βαρέλι κ.λπ.) 3. γεν. καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού από τις σκόνες, μάντρας από τις κοπριές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ … Dictionary of Greek